- δυσπροσπέλαστος
- δυσπροσπέλαστος, -ον (Α)αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να εισχωρήσει («πόλεις καὶ νήσους... χαλεπὰς βιασθῆναι καὶ δυσπροσπελάστους», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσπροσπέλαστος — hard to get at masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπροσπέλαστον — δυσπροσπέλαστος hard to get at masc/fem acc sg δυσπροσπέλαστος hard to get at neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπροσπελάστους — δυσπροσπέλαστος hard to get at masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχυρός — ή, ό (Α ὀχυρός, ά, ό) 1. (για τόπο) ασφαλής, ισχυρός («ὀχυροῑσι παρθενῶσι φρουροῡνται», Ευρ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε ισχυρή αμυντική θέση, που κυριεύεται δύσκολα από τον εχθρό, δυσπροσπέλαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το οχυρό θέση εδάφους συνήθως… … Dictionary of Greek